φυλάκισμα

φυλάκισμα
το, Ν [φυλακίζω]
φυλάκιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλάκισμα — το, ατος η φυλάκιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλάκιση — η 1. το κλείσιμο στη φυλακή, το φυλάκισμα. 2. η κατάσταση του φυλακισμένου. 3. (νομ.), είδος επανορθωτικής ποινής που διαρκεί από 3 μέρες ως 5 χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”